μπακίρι, το, ουσ. [<τουρκ. bakir (= χαλκός)]. 1. αντικείμενο, ιδίως κόσμημα χάλκινο, άρα χωρίς καμιά αξία: «τον ξεγέλασαν κι αντί να του δώσουν τη χρυσή καδένα που πλήρωσε του έδωσαν μπακίρι». 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος (ιδίως ως απάντηση σε άτομο που λέει ότι κάποιος είναι άνθρωπος μάλαμα): «ποιος είναι μάλαμα, ο τάδε; Αυτός είναι σκέτο μπακίρι». 3α. στον πλ. τα μπακίρια, το σύνολο των χάλκινων σκευών, ιδίως ενός σπιτιού, μιας οικογένειας: «κάθε τόσο η μητέρα τρίβει τα μπακίρια μας για να γυαλίζουν». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιό ’χω τα μπακίρια σου παρά τα δαχτυλίδια σου). β. (γενικά) τα χρήματα: «έφαγε ολόκληρη περιουσία και τώρα του ’μειναν κάτι λίγα μπακίρια».
- όποιος έχει τα μπακίρια, βλέπει απ’ τα παραθύρια ή όποιος έχει τα μπακίρια, κάθεται στα παραθύρια, όποιος δεν έχει αρκετά χρήματα κάθεται στο σπίτι του, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να κυκλοφορήσει, να διασκεδάσει: «πώς να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, ρε παιδιά, αφού όποιος έχει τα μπακίρια, βλέπει απ’ τα παραθύρια».